-
1 Καλλιόπα
-
2 μέλω
A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.A [tense] pres. μέλω: [tense] impf. ἔμελον, [dialect] Ep.μέλον Od.5.6
: [tense] fut. μελήσω, [dialect] Ep. inf.μελησέμεν Il.10.51
: [tense] aor. ἐμέλησα: [tense] pf. μεμέληκα; also [dialect] Ep. and Lyr. μέμηλα, [dialect] Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for [dialect] Ep. forms of [voice] Med.v.infr.111.2): almost always [ per.] 3sg.and pl., exc. in [tense] pres. (v. infr.):— to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in [dialect] Att. Prose):I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20;Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70
; ;Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr. 155
;μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14
;ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850
(lyr.);Ἔρως.. οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr. 842
;μέλων πολλοῖσι AP 5.121
(Diod.);ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a
: [tense] pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6;τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν... Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420
: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα... μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362;μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152
; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; ;μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228
;ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25
;οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238
;τοῖσιν.. ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151
, cf. Il.2.614; ;ἔλεγε.. κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19
;μέλει γὰρ ἀνδρὶ.. τἄξωθεν A.Th. 200
;σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3
;οὗτος.. δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp. 939
;ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec. 459
;τοῖσδε μελήσει γάμος E.El. 1342
(anap.);τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20
.2 impers. c. inf.,οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465
; so in A.Ag. 1250, Th.1.141, etc.; also,μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19
: united with the personal construction, .3 less freq. with a Conj.,οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72
; σοὶ μελέτω ὅκως .. Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.;ὡς δὲ καλῶς ἕξει.., ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13
; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ .. S.Ph. 1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ .. Lys.21.12.4 [ per.] 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch. 946 (lyr.), cf. Ag. 974; ;θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036
;Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl. 717
; ; alsoμέλει μοι περί τινος A.Ch. 780
, Ar.Lys. 502, Pl.Alc.2.150d;μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra. 428b
: less freq. withὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37
.5 abs.,μηδέ σοι μελησάτω A.Pr. 334
; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) .6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra. 655;μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208
;τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2
; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, asτοῖσδ' ἔσται μ. S.OC 653
, cf. 1433.2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V. 1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap. 24d;οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr. 235a
;μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24
;οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg. 501b
.III [voice] Med. is used by Poets and in Hp. like [voice] Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care,Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60
: mostly in [ per.] 3sg.,ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523
; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν.. αὐτῷ μελέσθωΛοξίᾳ A.Eu.61
;τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El. 1436
;γάμους.. σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph. 759
, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib. 1302: rarely impers.,σοὶ.. μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74
;μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53
, Orac. ap. Luc.Alex.24.2 [dialect] Ep. [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with [tense] pres. and [tense] impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516;φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12
;ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61
: hence later [dialect] Ep. formed a [tense] pres. μέμβλομαι, [ per.] 2pl.μέμβλεσθε A.R.2.217
; [ per.] 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.),μ. πόνοισι Opp.H.4.77
: the regul. [tense] pf. and [tense] plpf. (with [tense] pres. and [tense] impf. sense) also occur in later Poets,μεμέληται Opp.C.1.436
;Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17
(Antiphil.);μεμέληνται Call.
Fr.anon. 119, Opp.C.1.349: 2 and 3 [tense] plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for,πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36
, cf. AP7.199 (Tymn.): [tense] aor. part. [voice] Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in [tense] pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to.., Il.5.708;μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297
: later in [tense] pres., (lyr.);μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj. 689
;δεινόν σε.. τικτούσης μέλειν Id.El. 342
: later c. dat., care for,μέλω κύρτοις AP10.10
(Arch. Jun.);θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7
: abs., to be anxious,μέλει.. κέαρ A.Th. 288
, cf. Pers. 1049 (both lyr.);μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh. 770
.3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι ( μέλλουσι codd. opt.)καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF 773
(s.v.l.).II [voice] Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th. 177 (lyr.), S.OT 1466, E.Hipp. 109, Heracl. 354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC 1138;μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101
: c. dat.,ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76
;ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500
: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491;ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221
(Leon.);ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172
: c. inf.,μέλομαι.. ἀείδειν Anacr.65
;μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp. 367
, cf. E.Heracl.96 (lyr.): [tense] aor. in same sense, c. gen.,τάφου μεληθείς S.Aj. 1184
. -
3 σφε
σφε ( σφᾰ(ν), σφᾰςᾰν, σφᾰςᾰ(ν); σφε.) 3rd. pers. pron., pl. of ἕ: perhaps reflex. fr. 163: never pl. pro s.1 dat.,a σφι (enclitic), λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν (Blepsiadai) O. 8.83 λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά (byz.: σφισι codd.: i. e. τοῖς πρυτάνεσι) N. 11.7 τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι (the Cretans) Pae. 4.40b σφιν, (before vowel, save N. 6.50 at period end), κέκληνται δέ σφιν ἕδραι i. e. after them O. 7.76ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν O. 9.47
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν P. 5.59
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.46
βαρὺ δέ σφιν /νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε N. 6.50
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
]παντα σφιν ἔφρα[ς Pae. 8.86
]σφιν ἐγειρον[ (Π̆{ac˙}; σπιν Π̆{pc}) Πα. 13. a. 17.c σφίσι(ν),εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.18
ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω Μέμνων μόλοι N. 3.62
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.50
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.23
]σφίσιν μάλα πρᾶξον δικαίως Pae. 8.11
ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. αὐτός, 1. d.) fr. 163.d σφισι(ν), ( σφισιν before vowels) encliticαὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν O. 7.50
μέλει τέ σφισι Καλλιόπα O. 10.14
κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.124
μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν, θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.69
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις διαπλέκοις (Tricl.: σφιν codd.: σύ ἱν Maas) N. 7.98 τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7.2 σφε enclitica = αὐτούς. τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαι-σιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ I. 6.74
b = αὐτά· τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον (the harness of the victorious chariot) P. 5.39 -
4 μέλω
1 be of concern to c. dat.μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.14
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
μ]έμᾳλεν πατρὸς νόῳ (hyperdorismum vid. Lobel: μ]έμηλεν Snell: sc. τοιαῦτα, simm.: cf. O. 1.89) Δ.. 3. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην; ( be dear to cf. μελησίμβροτος) fr. 155. 3. [ ἀρεταῖσι μεμαλότας υἱούς (byz.: μεμαότας codd.: cf. Δ. 4. 35, Forssman, 69ff.) O. 1.89] -
5 Ἄρης
Ἄρης (ᾰρης, Ἄρεος, Ἄρει) god of war1Συράκοσαι, βαθυπολέμου τέμενος Ἄρεος P. 2.2
“θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ᾰρει” Zeus speaks N. 10.84 “ υἱὸν χεῖρας Ἄρε τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” (Hermann: Ἄρει χεῖρας codex: τ add. Boeckh) I. 8.37 generally, war, battle, slaughterοὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76
μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15
ἐν δ' Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι P. 1.10
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85
ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.14
ἀλλὰ χρονίῳ σὺν ᾰρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36
χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) I. 4.15 καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ i. e. in the seafight at Salamis against the Persians I. 5.48χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25
-
6 Λοκρός
a king of Opous, nominal father of Opous and husband of Protogeneia. ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. Ἀπόλλων Πρωτογένειαν) O. 9.60b pro subs., Lokrian,a of Opountian Lokris. κλυτὰν Λοκρῶν ματέρ' ἀγλαόδενδρον the city of Opous O. 9.20II of Zephyrian Lokris.νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων, μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.13
κλυτὸν ἔθνος Λο̆κρῶν ἀμφέπεσον O. 10.98
Ζεφυρίων Λο̆κρῶν γενεὰν ἀλέγων O. 11.15
τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ (cf. Σ, O. 10.17k, Λοκριστὶ γάρ τις ἁρμονία ἐστίν, ἣν ἀσκῆσαί φασι λτ;γτ;ενόκριτον τὸν Λοκρόν) fr. 140b. 4.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский